Friday, February 21, 2020
Με βάση τις πληροφορίες των πηγών και τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα, είναι προφανές ότι οι περισσότεροι πύργοι στα μετόχια του Αγίου Όρους στη Χαλκιδική οικοδομήθηκαν μετά το 1260 και στον ιδιαίτερα άστατο 14ο αιώνα. Αναφέρεται για παράδειγμα το «μετόχιον του Πύργου» της Μεγίστης Λαύρας, δίπλα στη «διώρυγα του Ξέρξη», με ιδρυτή τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επίσης το «μετόχιον της Υπεραγίας Θεοτόκου του Πύργου» της Μονής Ιβήρων στην Καλαμαρία, το οποίο μνημονεύεται ήδη στα 1079.
Τα έγγραφα των μονών του Άθω μας πληροφορούν ότι πύργοι ανεγέρθηκαν σε μετόχια της Χαλκιδικής με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνά τους (όπως για παράδειγμα ο πύργος που κτίστηκε λίγο πριν το 1329 στο μετόχι της Μονής Βατοπεδίου στον Άγιο Μάμα). Οι πληροφορίες από τα έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους επιτρέπουν μια πρώτη καταγραφή των μετοχίων και των οχυρώσεων τους στη Χαλκιδική για την περίοδο από τα τέλη του 10ου έως τις αρχές του 15ου αιώνα.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πηγών και των αρχαιολογικών καταλοίπων, θα πρέπει να υπήρχαν τον 14ο αιώνα σε ολόκληρη τη Χαλκιδική (εκτός του Αγίου Όρους) περισσότεροι από 70 πύργοι, οι οποίοι ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα μετοχιακοί. Πολλοί από αυτούς τους πύργους ήταν πολυώροφοι και δέσποζαν σε επίκαιρες θέσεις, κυριαρχώντας στο τοπίο με το ύψος και τον όγκο τους. Αρκετοί πύργοι ενισχύονταν περαιτέρω με μικρούς περιβόλους (μπαρμπακάδες), όπως ο πύργος της «Κρούνας» στην Ιερισσό, ο πύργος του μετοχίου της Μονής Ιβήρων στα Πυργούδια (κοντά στα σημερινά Νέα Ρόδα) και ο πύργος του βατοπεδινού μετοχίου του Προσφορίου στη σημερινή Ουρανούπολη. Πολλούς από τους βυζαντινούς πύργους της Χαλκιδικής που σώζονται - έστω και ερειπωμένοι - ως σήμερα, εντόπισε, κατέγραψε και ταύτισε μετά από πολύχρονες έρευνες ο αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελος, ο οποίος δημοσίευσε και ονομαστικό κατάλογο και χάρτη με τις θέσεις τους.
Οι περισσότεροι πύργοι της Χαλκιδικής καταστράφηκαν μαζί με τα υπόλοιπα κτίσματα των αγιορειτικών μετοχίων από τους Οθωμανούς κατά την Επανάσταση της χερσονήσου του 1821. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον ερειπωμένο στις μέρες μας πύργο του Κουτσακίου και τον πύργο της «Κρούνας» στην Ιερισσό, όπως και τον πύργο του μετοχίου της Μονής του Αγίου Παύλου στη σημερινή Νέα Φώκαια. Άλλοι πύργοι της Χαλκιδικής κατέρρευσαν από την πολυκαιρία, αλλά και από φυσικά αίτια, όπως σεισμούς (είναι γνωστός ο σεισμός του έτους 1585, κατά τον οποίο πολλοί πύργοι των μονών έπεσαν καὶ στον Προαύλακα, δηλαδή στην περιοχή της «διώρυγας του Ξέρξη», κοντά στα σημερινά Νέα Ρόδα). Σημαντική αιτία περαιτέρω ερείπωσης των πύργων υπήρξε και η ανθρώπινη εγκατάλειψη ή δραστική επέμβαση, όπως για παράδειγμα η εκτεταμένη λιθολόγηση των τοιχοποιιών τους από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες (μετά το 1922). Επίσης γνωρίζουμε ότι το 1425 o βενετικός στόλος με διοικητή τον Michiel, σαλπάροντας από την Κασσάνδρα, για να πολιορκήσει την κατεχόμενη από τους Οθωμανούς Χριστούπολη (σημ. Καβάλα), πέρασε από την Ιερισσό, όπου πυρπόλησε το κάστρο της και πέντε κοντινούς μετοχιακούς πύργους και λεηλάτησε την περιοχή που ήδη από το 1423 βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή. Δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι πύργοι και αν καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Όπως υποστήριξε ο Ιωακείμ Παπάγγελος, δύο ακόμη πύργοι θα πρέπει να καταστράφηκαν με βίαιο τρόπο, αυτοί στην Ψαλίδα της Νικήτης και του Αγίου Νικολάου του Χρυσοκαμάρου στη χερσόνησο της Σιθωνίας.
Ο 14ος αιώνας για τη Χαλκιδική υπήρξε άστατος, με πολλές απειλές, επιδρομές και καταστροφές: στο πρώτο μισό του αιώνα έχουμε αρχικά τις επιδρομές των Αλμογαβάρων της Καταλανικής Εταιρείας, πρώην μισθοφόρων του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου. Οι επιδρομές αυτές που διεξήχθησαν από το καλοκαίρι του 1307 ως την άνοιξη του 1309, είχαν ως αποτέλεσμα την ερήμωση της Κασσάνδρειας. Από τις επιθέσεις αυτές θα πρέπει να έπαθε μεγάλες ζημιές και ο Κάτω Βολβός (το μετόχι και ο πύργος του), που βρισκόταν στο πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη στην Κασσάνδρεια. Επίσης, μετά την επιδρομή φαίνεται ότι κάποιες μονές ανήγειραν πύργους για την εφεξής ασφάλεια των μετοχιακών εγκαταστάσεων και των παροίκων τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μονής Ξενοφώντος, η οποία έκτισε πύργο στο μετόχι του Νεακίτου, γύρω από τον οποίο εγκαταστάθηκαν πάροικοι. Λίγες δεκαετίες αργότερα έχουμε την εμφύλια διένεξη του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ΄ (1321-1328), κατά την οποία προκλήθηκαν καταστροφές στη χερσόνησο. Στη συνέχεια μαρτυρούνται ληστρικές επιδρομές Τούρκων πειρατών το 1334, οι οποίες αναχαιτίστηκαν με επιτυχία από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Τέλος, η Χαλκιδική κατελήφθη από τον Σέρβο βασιλιά Στέφανο Δουσάν (1345-1350). Η περίοδος της δεύτερης Σερβοκρατίας της Χαλκιδικής ξεκίνησε από το 1355/1356 και διήρκεσε μέχρι το 1371 και την ήττα των Σέρβων της ηγεμονίας των Σερρών από τους Οθωμανούς στη μάχη του Τσερνομιάνου του Έβρου. Οι ξένες κατοχές της Χαλκιδικής και οι ελληνοσερβικές πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στα εδάφη της κόστισαν ακριβά σε υλικές καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες, ενώ ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε από την επιδημία πανώλους που ενέσκηψε στα έτη 1348 και 1352. Σημαντικά πλήγματα υπέστησαν τα μετόχια και από δημεύσεις περιουσιών τους από τους Σέρβους, τους Έλληνες και αργότερα, ιδιαίτερα μετά το 1371, από τους Οθωμανούς. Το 1383 η Χαλκιδική υπήχθη για πρώτη φορά στην οθωμανική εξουσία. Αργότερα έγιναν κάποιες σημαντικές προσπάθειες από τον δεσπότη της Θεσσαλονίκης και τέως αυτοκράτορα Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγο (1403-1408) για την ενίσχυση της άμυνας της χερσονήσου της Κασσάνδρας (ιδιαίτερα του διατειχίσματος της Κασσανδρείας). Στη συνέχεια, μετά το 1418, ο τελευταίος Έλληνας δεσπότης της Θεσσαλονίκης, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ανήγειρε έναν πύργο για την προστασία του μετοχίου της Μονής Διονυσίου στο Μαρίσκιν, καθόσον η μονή δεν τήρησε την υπόσχεσή της να κτίσει η ίδια τον πύργο «πρὸς φυλακὴν καὶ ἀσφάλειαν τῶν οἰκησόντων». Ο ίδιος δεσπότης είχε επίσης διενεργήσει απόγραφή της περιοχής που διοικούσε και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει ασφαλώς να είχε συντάξει και τους περιορισμούς για τα αγιορειτικά μετόχια της περιοχής του.
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας έπεσε στους Οθωμανούς οριστικά το 1430, μαζί με τη Θεσσαλονίκη. Πιο πριν, τον Σεπτέμβριο του 1423 φαίνεται ότι είχε δοθεί μαζί με τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς (από τον τελευταίο Έλληνα Δεσπότη Θεσσαλονίκης, τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο) και η χερσόνησος της Κασσάνδρας. Τον Ιούλιο του 1425 οι Οθωμανοί είχαν στην κατοχή τους έναν πύργο στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, για τον οποίο ο δόγης της Βενετίας έδωσε εντολή για την κατάληψή του, όπως επίσης και για την ενίσχυση της άμυνας της χερσονήσου. Επιπλέον, μαρτυρούνται το 1425 δύο νεόδμητοι βενετικοί πύργοι στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, για τους οποίους εγκρίθηκε και φρουρά από 25 άτομα. Μετά την οριστική οθωμανική κατάκτηση της Χαλκιδικής, οι μονές του Αγίου Όρους διατήρησαν εκεί τα μετόχια τους, αν και είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για το αν οι μονές κατείχαν πλέον τις ίδιες εκτάσεις με τις αντίστοιχες της βυζαντινής περιόδου. Φαίνεται πάντως ότι τελικά οι τελευταίες κατόρθωσαν να διατηρήσουν ένα βασικό τμήμα των ιδιοκτησιών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1430 η χερσόνησος της Κασσάνδρας παρέμεινε για 150 και πλέον χρόνια ακατοίκητη και ερειπωμένη (διατηρούνταν μόνο κάποια χειμαδιά). Εποικίστηκε μόνο στα τέλη του 16ου αιώνα με πρωτοβουλία του διοικητή της, του πρώην λευκού αρχιευνούχου του οθωμανικού παλατιού, του Ğazanfer Ağa. Ο τελευταίος, σε μια προσπάθειά του να καταστήσει το βακούφι του προσοδοφόρο, απέδωσε τις εγκαταλειμμένες γαίες σε μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες ουσιαστικά αγόρασαν ξανά τα ερημωμένα μετόχια τους στη χερσόνησο. Στα 1568/1569, στην εποχή βασιλείας του Οθωμανού σουλτάνου Σελίμ Β΄, η Υψηλή Πύλη προέβη στη δήμευση των γαιοκτησιών των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Οι μονές του Άθω αντεπεξήλθαν με επιτυχία στη δύσκολη αυτή κατάσταση και προέβησαν στην επαναγορά των χαμένων κτήσεών τους, σχεδόν στην ολότητά τους. Πολλοί μετοχιακοί πύργοι της Χαλκιδικής, οι οποίοι δεν υπάρχουν πια, αναφέρονται σε αγιορειτικά έγγραφα του 16ου αιώνα. Ένας ακόμη πύργος μετοχίου (της Μονής Εσφιγμένου) στον Πρόβλακα αγοράστηκε μαζί με το υπόλοιπο μετόχι και τον μύλο του στα 1469 από την Μάρα Μπράνκοβιτς, τη χήρα του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Β΄, η οποία πλήρωσε 30.000 άσπρα νομίσματα (akçe) στους Εσφιγμενίτες και εν συνεχεία το δώρισε στη Μονή Αγίου Παύλου. Έκτοτε στα οθωμανικά κατάστιχα το μετόχι αναφέρεται ως τσιφλίκι (çiftlik) της Μονής Αγίου Παύλου, στα 1568 με πύργο, σπίτι, αμπέλι 10 στρεμμάτων και δύο λιβάδια. Στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής τα μετόχια πλήρωναν τους φόρους τους στους εισπράκτορες των βακουφιών όπου ανήκαν.
Αρχιτεκτονική και τυπολογία των βυζαντινών πύργων των μετοχίων
Οι βυζαντινοί πύργοι των αγιορειτικών μετοχίων είναι πολυώροφοι (με μέσο ύψος 18 μ.), με τετράγωνη ή ελαφρά ορθογώνια συνήθως κάτοψη (μέσες διαστάσεις 10x10 μ.) Οι τοιχοποιίες τους είναι στην πλειονότητά τους αργολιθοδομές κτισμένες με άφθονο ασβεστοκονίαμα. Συχνά είναι ενισχυμένες με αφανείς πυκνές ξυλοδεσιές και έχουν αρκετό πάχος. Τα πατώματα, οι στέγες και οι κλίμακες ενδοεπικοινωνίας στους ορόφους είναι κατά κανόνα ξύλινες κατασκευές. Ενίοτε υπάρχουν και πλινθόκτιστοι θόλοι (χαμηλοί ημισφαιρικοί, σταυροθόλια, σκαφοειδείς θόλοι) σε πατώματα και καλύψεις (σε παρεκκλήσια, κινστέρνες υπογείων ή ισόγεια). Οι πύργοι είχαν συνήθως πάνω από τρεις ορόφους και δώμα με επάλξεις, στέγη ή θόλο, σε περίπτωση που στον ανώτερο όροφό τους υπήρχε παρεκκλήσιο (όπως στο παράδειγμα του πύργου του Κωνσταμονίτικου μετοχίου της Ολύνθου). Σε αρκετούς ερειπωμένους πύργους, στοιχεία για τα πατώματά τους και το εσωτερικό ύψος των ορόφων μπορούν να δώσουν οι οπές των πατοξύλων και η διάταξή τους στους φέροντες τοίχους τους. Όσον αφορά τα δάπεδα στις διάφορες στάθμες των πύργων, αυτά είναι εκτός από ξύλινα, επικαλυμμένα και με άλλα υλικά, συνήθως με λίθινες ή πλίνθινες πλάκες. Η επικοινωνία των ορόφων θα πρέπει να γινόταν αποκλειστικά με ξύλινες σκάλες και σπανιότερα με κοχλιωτά κλιμακοστάσια με πλινθόκτιστη οροφή, όπως στην περίπτωση του πύργου της Μονής Δοχειαρίου στα Μαριανά της Ολύνθου.
Στο εσωτερικό των πύργων ο κάθε όροφος είναι συνήθως ενιαίος και αδιαίρετος, χωρίς χωρίσματα. Η χαμηλότερη στάθμη είναι πολύ σκοτεινή, γιατί δεν έχει φωτιστικές θυρίδες ή πολεμίστρες. Ενίοτε υπάρχει εκεί πηγάδι ή στέρνα για την περισυλλογή των ομβρίων υδάτων από το δώμα του πύργου με τη βοήθεια πήλινων σωλήνων ενσωματωμένων στο πάχος των τοιχοποιιών. Στην επόμενη καθ’ ύψος στάθμη, τις περισσότερες φορές υψωμένη κατά λίγα μέτρα επάνω από το έδαφος για λόγους ασφαλείας, ανοίγεται η είσοδος του πύργου. Η πρόσβαση σε αυτήν γινόταν αρχικά μέσω μιας φορητής ξύλινης κλίμακας, που ανασυρόμενη στο εσωτερικό του πύργου καθιστούσε την είσοδο δυσπρόσιτη σε καιρούς επιθέσεων (οι σκάλες αυτές αντικαταστάθηκαν αργότερα με μόνιμες, κτιστές με λιθοδομή κλίμακες). Επιπρόσθετα, η είσοδος έκλεινε με βαριά μονόφυλλη ξύλινη θύρα, επενδυμένη εξωτερικά με αλληλοεπικαλυπτόμενα σιδερένια ελάσματα, στερεωμένα στο ξύλο με πολλά πλατυκέφαλα καρφιά. Το θυρόφυλλο άνοιγε προς τα μέσα, ασφαλίζοντας στο μέσο του ύψους του με ζυγό. Πολλοί πύργοι δέχτηκαν δραστικές μετασκευές στην ανωδομή τους, η οποία άλλαξε δραστικά και μάλιστα προστέθηκαν και καταχύστρες.
ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΧΑΡΤΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2023 ®