Η ιστορία του Αγίου Όρους
Γενικές Πληροφορίες
Tuesday, June 30, 2020
Το Άγιον Όρος είναι η ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους του Νομού της Χαλκιδικής. Η συνολική έκταση της χερσονήσου ανέρχεται στα 34.020 εκτάρια. Το μήκος της χερσονήσου είναι περίπου 45 χλμ.. Το πλάτος κυμαίνεται από 5 χλμ., το ελάχιστο, στο στένωμα ανάμεσα στην μονή Βατοπεδίου και στον αρσανά της μονής Ζωγράφου, έως 10 χλμ., το φαρδύτερο, κοντά στο νότιο άκρο της χερσονήσου, στην περιοχή της μονής Μεγίστης Λαύρας. Το διαχωριστικό όριο του Αγίου Όρους με την Ελληνική Επικράτεια είναι η οροσειρά Μεγάλη Βίγλα, δηλαδή περίπου 3 χιλιόμετρα από τον οικισμό της Ουρανούπολης. Η ψηλότερη κορυφή της Μεγάλης Βίγλας, ο Ζυγός, έχει υψόμετρο 510 μ.. Νοτιότερα, το ανάγλυφο του εδάφους γίνεται πιο έντονο με τον Αντιάθωνα, να υψώνεται στα 1040 μ.. και η ραχοκοκαλιά της χερσονήσου καταλήγει στον Άθωνα, ο οποίος φθάνει τα 2035 μ..
Η ονομασία Άθως οφείλεται στο ομώνυμο βουνό, που δεσπόζει στην Αγιορείτικη χερσόνησο και ρίχνει τη σκιά του στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο του Βορείου Αιγαίου. Στη χερσόνησο αυτή ήκμασαν στην αρχαιότητα πολλές ελληνικές πόλεις, που χάθηκαν όμως στους πρώτους αιώνες της Ρωμαιοκρατίας. Η έκφραση «Άγιον Όρος» χρησιμοποιήθηκε τον μεσαίωνα για να δηλώσει βουνά που κατοικήθηκαν από σημαντικές μοναστικές κοινότητες. Για τον Άθω, αναφέρεται για πρώτη φορά σε πρωτότυπο έγγραφο της Ι. Μονής Ιβήρων του έτους 985.
Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού η χερσόνησος συνδέθηκε με την παράδοση που αναφέρεται στην επίσκεψη της Παναγίας στη χερσόνησο του Άθω. Από τότε ο τόπος αυτός, που τη θάμπωσε με τη φυσική του ομορφιά, της προσφέρθηκε από το Χριστό σε εκπλήρωση επιθυμίας της. Ο επίγειος αυτός παράδεισος έγινε ο Κήπος, το Περιβόλι της Παναγίας, χώρος ευλογημένος και άβατος στους αιώνες, «λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι», αφιερωμένος αποκλειστικά στη δόξα του Υιού του θεού και στην προσκύνηση της Παναγίας. Έτσι με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε στο Άγιον Όρος η πολιτεία των μοναχών, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στον Χριστιανικό κόσμο, γιατί στον ελάχιστο αυτό χώρο συγκεντρώθηκαν και συμβίωσαν αρμονικά όλες οι μορφές της μοναστικής αθλήσεως, δηλαδή ο ασκητικός, ο κοινοτικός, ο κοινοβιακός και ο ιδιόρρυθμος βίος.
Η ιστορία των πρώτων ασκητών του αγιώνυμου Όρους χάνεται στο μύθο, που θέλει την εμφάνιση μοναχών στην χερσόνησο του Άθω ήδη στον 3ο αιώνα. Το πιθανότερο όμως είναι ότι μόλις τον 7ο αιώνα κύματα ασκητών, διωγμένων από τις κατακτημένες από τους Άραβες χώρες της Ανατολής και της Αιγύπτου, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Άγιον Όρος. Οι πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών φαίνεται πως έγιναν γύρω από τη διώρυγα που άνοιξε το 481 π.Χ. ο Ξέρξης, βασιλιάς των Περσών, για να περάσει το στόλο του, παρακάμπτοντας έτσι τη μανιασμένη θάλασσα της Αθωνικής χερσονήσου, η οποία το 493 π.Χ. είχε καταστρέψει το στόλο του Πέρση στρατηγού Μαρδονίου. Εκεί οι πρώτοι ασκητές οργανώθηκαν στη βάση μιας μορφής κοινοτικού μοναχισμού, η οποία σχετίζεται με τη λεγάμενη Καθέδρα των Γερόντων, έχοντας επικεφαλής τον Πρώτο, σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων κοιτίδων του μοναχικού βίου. Από την πρώτη αυτή περίοδο είναι γνωστός ο ασκητής Πέτρος ο Αθωνίτης, που άφησε έντονα τη μνήμη του στη μοναχική ζωή του Αγίου Όρους.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη μοναχική Πολιτεία από τον 9ο αιώνα και εξής στηρίζονται σε ιστορικές πηγές. Την περίοδο αυτή με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Βασιλείου του A ' (867-886). του έτους 885, ορίστηκε το Άγιον Όρος ως χώρος κατοικίας αποκλειστικά μοναχών και αποκλείστηκαν οι ποιμένες και οι κοσμικοί. Η πρώτη όμως συστηματική οριοθέτηση του αφιερωμένου στην Παναγία χώρου έγινε το 943.
Ένα αιώνα αργότερα ήλθε στο Άγιον Όρος ο Άγιος Αθανάσιος, Τραπεζούντιος στην καταγωγή, από τις πιο σημαντικές, πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, που έμελλε να γίνει ο θεμελιωτής του κοινοβιακού, μοναχικού βίου στο Άγιον Όρος. Ο Άγιος Αθανάσιος το 963, με τη συμπαράσταση του φίλου του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969), ίδρυσε στο ΒΑ άκρο της χερσονήσου την ιστορική μονή της Μεγίστης Λαύρας, που στάθηκε σταθμός στην ιστορία της μοναχικής Πολιτείας του Αγίου Όρους. Η ίδρυση όμως αυτού του μοναστηριού, που με το μεγαλείο του και στους νεωτερισμούς του υπήρξε πρόκληση στον τρόπο ζωής των ταπεινών ασκητών του Αγίου Όρους, προκάλεσε την αντίδραση τους. Οι ασκητές, με επικεφαλής τον Παύλο Ξηροποταμινό, κατηγόρησαν τον Άγιο Αθανάσιο στον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) ότι «οικοδομάς ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας... και εις κόσμον το Όρος μετεποίησεν Αγρούς γάρ έσπειρε και έφύτευσεν άμπελώνας και καρπόν γεννήματος έποίησεν... » και ζήτησαν την επέμβαση του Κράτους και της Εκκλησίας. Καρπός της μεσολαβητικής προσπάθειας, που ανατέθηκε στον ηγούμενο της μονής Στουδίου, Ευθύμιο, ήταν η σύνταξη του A' Τυπικού (971/72) που ρυθμίζει θέματα σχετικά με την οργάνωση και διοίκηση της μοναχικής Πολιτείας. Το πολυτιμότατο αυτό ιστορικό κείμενο, που είναι γραμμένο σε δέρμα τράγου - γι αυτό έχει επικρατήσει να ονομάζεται Τράγος - επικυρωμένο από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή σώζεται και φυλάσσεται στο Πρωτάτο, στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητας.
Η ίδρυση της μονής της Λαύρας και η σύνταξη του A ' Τυπικού στάθηκαν οι βάσεις για την εξέλιξη και την αίγλη της Αθωνικής πολιτείας των μοναχών. Πέτρινα, μεγαλόπρεπα κτίρια αντικατέστησαν σιγά- σιγά τις ξύλινες καλύβες και νέα μοναστήρια ιδρύθηκαν, που δέχθηκαν του διεσπαρμένους στο Άγιον Όρος μοναχούς. Στη θέση του ερημίτικου, μοναχικού βίου επικράτησε η ομαδική ζωή, οργανωμένη στο αυστηρό κοινοβιακό σχήμα. Το τελευταίο τέταρτο του 9ου αιώνα, ιδρύονται τα μοναστήρια του Βατοπεδίου (972-985), των Ιβήρων, του Ξενοφώντος και ίσως του Ζωγράφου.
Στον 11ο αιώνα, με την επικράτηση του κοινοβιακού, μοναχικού βίου στο Άγιον Όρος, ιδρύθηκαν πολλές μονές από τις οποίες σώζονται σήμερα του Δοχειαρίου, του Εσφιγμένου, του Καρακάλλου, του Κωνσταμονίτου κ.ά. Στο 12ο αιώνα τοποθετείται η ίδρυση των μονών Κουτλουμουσίου και Χελανδαρίου (1197), που έγινε το πνευματικό κέντρο των Ορθοδόξων Σέρβων. Παράλληλα κοντά στους Έλληνες μοναχούς έρχονται να μονάσουν Ίβηρες (Γεωργιανοί) Σέρβοι, Λατίνοι, Ρώσοι κ.ά. με αποτέλεσμα το Άγιον Όρος να αποβεί κιβωτός του Ορθοδόξου μοναχισμού, ρόλο που εξακολουθεί να διατηρεί και σήμερα. Από τότε ο Ορθόδοξος μοναχισμός στο Άγιον Όρος συνεχίζει την ιστορική του πορεία, εμφανίζοντας, ανάλογα με τις ιστορικές περιπέτειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, της Εκκλησίας και του Έθνους, περιόδους ακμής ή δοκιμασίας.
Το 13ο αιώνα το Άγιον Όρος δεινοπάθησε, όπως και όλη η αυτοκρατορία, από την κατοχή των Φράγκων, ενώ στην περίοδο των Παλαιολόγων - κυρίως τον 14ο αιώνα - γνώρισε μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική ακμή. Την περίοδο αυτή όχι μόνο κτίστηκαν καινούργια μοναστήρια, όπως του Παντοκράτορος (γύρω στο 1357), της Σίμωνος Πέτρας (μέσα 14ου αιώνα) του Οσίου Γρηγορίου (14ο αιώνα), του Διονυσίου (1370-1374), αλλά αγιογραφήθηκαν με τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης ο ναός του Πρωτάτου (τέλος 13ου αιώνα) και πολλά Καθολικά, μεταξύ των οποίων το Καθολικό της μονής Βατοπεδίου (1312), το Καθολικό και η Τράπεζα της μονής Χελανδαρίου (1319) το Καθολικό της μονής Παντοκράτορος (1360-1370) κ. ά. Παράλληλα η περίοδος αυτή στο Άγιον Όρος χαρακτηρίζεται από έντονους πνευματικούς αγώνες με κορύφωση το κίνημα των Ησυχαστών, που αποτελεί έκφραση του βυζαντινού μυστικισμού και κληρονομιά πολύτιμη της Ορθοδοξίας.
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης (1430) και την κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) οι Αγιορείτες μοναχοί πρόσφεραν την υποταγή τους στον Οθωμανό κατακτητή, ο οποίος τους αναγνώρισε τα προνόμια που είχαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Αποτέλεσμα αν τής της αναγνώρισης, αλλά και άλλων ευνοϊκών συνθηκών, ήταν να γνωρίσει το Άγιον Όρος τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση. Αυτό φάνηκε στην αύξηση του αριθμού των μοναχών, στην ανακαίνιση πολλών μοναστηριών, αλλά και στην ίδρυση νέων, όπως της μονής Σταυρονικήτα (1536). Με την ίδρυση της μονής Σταυρονικήτα τα κυρίαρχα μοναστήρια στο Άγιον Όρος οριστικοποιούνται από τότε στον αριθμό των είκοσι. Δείγμα επίσης της άνθησης του μοναχικού βίου στο Άγιον Όρος την εποχή αυτή είναι η εικονογράφηση πολλών Καθολικών, (μονής Λαύρας, Σταυρονικήτα, Ιβήρων, Κουτλουμουσίου, Ξενοφώντος, Διονυσίου κ.ά.), Τραπεζών (μονής Λαύρας, Σταυρονικήτα, Φιλοθέου κ.ά), και παρεκκλησιών (Αγίου Νικολάου Λαύρας, Αγίου Προκοπίου, Μολυβοκκλησιάς κλπ), έργα επωνύμων (Θεοφάνης ο Κρης, Φράγγος Κατελάνος, Τζώρτζης, Αντώνιος) και ανωνύμων καλλιτεχνών, που εκπροσωπούν τα κυρίαρχα ρεύματα της θρησκευτικής ζωγραφικής το 16ο αιώνα.
Στο 17ο αιώνα οι οικονομικές συνθήκες αλλάζουν. Τα χρέη και οι βαριές φορολογίες φέρνουν οικονομικό μαρασμό και αποδιοργάνωση του μοναχικού βίου. Έτσι μια νέα μορφή μοναχικής ζωής αρχίζει να επιβάλλεται. Ο κοινοβιακός τρόπος μοναχικής ζωής αρχίζει να παραχωρεί τη θέση του στον ιδιόρρυθμο, που βασίζεται στη βιοτική μέριμνα του μοναχού για τον εαυτό του. Παράλληλα κατά το 18ο αιώνα σημειώνεται επιστροφή στη μορφή του κοινοτικού, μοναχικού βίου. Την περίοδο αυτή κατά το πρότυπο της σκήτης της Αγίας Άννης, της οποίας η επίσημη ίδρυση ανάγεται στα 1689, ιδρύονται συνολικά επτά νέες Σκήτες, μεταξύ των οποίων και η Νέα Σκήτη.
Η ακμή όμως του μοναχισμού τον 18ο αιώνα σημαδεύτηκε από έντονες θρησκευτικές έριδες, που καταπόνησαν το Άγιον Όρος ολόκληρο το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Την ίδια ωστόσο περίοδο σημειώνεται στο Άγιον Όρος ξεχωριστή πνευματική άνθηση κατά την οποία αναδεικνύεται πλειάδα λογιών, σοφών και αγίων ανδρών - μεταξύ των οποίων και ο μέγας αγιορείτης, Νικόδημος ο Νάξιος - που προσέφεραν πολλά στην ενίσχυση της Ορθοδοξίας και στην αφύπνιση του Ελληνισμού. Παράλληλα στα 1743 ιδρύεται κοντά στη μονή Βατοπεδίου η Αθωνιάδα Ακαδημία, στην οποία δίδαξαν φωτισμένοι δάσκαλοι του Γένους, και της οποίος η προσφορά υπήρξε πολύτιμη στην ιστορία της ελληνικής παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στα μέσα του αιώνα ιδρύθηκε επίσης στο Άγιον Όρος το πρώτο, βραχύβιο τυπογραφείο από τον Κοσμά τον Λαυριώτη, που συνετέλεσε στη διάδοση των εντύπων λειτουργικών βιβλίων.
Την ίδια περίοδο στο χώρο της ζωγραφικής εμφανίζεται το κίνημα επιστροφής και αντιγραφής των έργων τέχνης της λεγάμενης Μακεδονικής σχολής του 14ου αιώνα με εκφραστή τον μοναχό Διονύσιο από το χωριό Φουρνά των Αγράφων. Αυτή η τάση, που αποτελεί ένα γενικότερο καλλιτεχνικό φαινόμενο στο 18ο αιώνα, μας έδωσε αξιόλογα έργα - τοιχογραφίες και εικόνες - από τα οποία τα πιο αντιπροσωπευτικά είναι οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου (1721) στη μονή Βατοπεδίου και οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα της μονής Δοχειαρίου.
Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και οι πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα είναι περίοδος ακμής των μονών, που συμβαδίζει με την οικονομική και πνευματική άνθηση του Ελληνισμού. Η περίοδος αυτή διακόπηκε το 1822 με την οριστική καταστολή της επανάστασης κατά των Τούρκων στη Χαλκιδική, στην οποία οι μοναχοί του Αγίου Όρους έπαιξαν βασικό ρόλο. Συνέπεια ήταν η κατοχή του Αγίου Όρους από τους Τούρκους, που κράτησε μέχρι το 1830, και είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση των μονών και την απώλεια πολλών κειμηλίων. Και μόνο μετά το 1830, όταν αποχώρησε η Τουρκική φρουρά και αποκαταστάθηκε η ηρεμία στο Άγιο Όρος, ξαναγύρισαν όσοι μοναχοί έφυγαν και άρχισε πάλι η προσπάθεια για υλική και πνευματική ανόρθωση των μονών με βάση κυρίως τα έσοδα από τα κτήματα στη Μολδοβλαχία και την επανάληψη των αποδοτικών «ζητειών» των αγιορειτών στις Ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων και κυρίως στη Ρωσία.
Την περίοδο αυτή παρατηρείται παράλληλα η αύξηση του αριθμού των Ορθοδόξων Ρώσων, Ρουμάνων και Βουλγάρων μοναχών, που ιδρύουν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ένα νέο τύπο Σκήτης, που στην αρχιτεκτονική μορφή, την τάξη και τη δίαιτα έχει ως πρότυπο ένα κοινόβιο μοναστήρι. Από τις Σκήτες αυτές σημαντικότερη υπήρξε η Σκήτη του Αγίου Ανδρέου, στις Καρυές, της οποίος το μέγεθος, η επιβλητικότητα και ο πλούτος των εγκαταστάσεων συνετέλεσαν να καθιερωθεί η προ-υπάρχουσα προσωνυμία «Σαράϊ». Την ίδια περίοδο (1875) περιέρχεται στα χέρια Ρώσων μοναχών η διοίκηση της μονής Αγίου Παντελεήμονος, η οποία έκτοτε απέβη το ιερό προσκύνημα των Ορθοδόξων Ρώσων. Επίσης μέσα στον ίδιο αιώνα στη μονή Ζωγράφου, όπου μόναζαν Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι μοναχοί, οι δε ακολουθίες ψάλλονταν στην Ελληνική γλώσσα, επικρατούν οι Βούλγαροι μοναχοί.
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 από τους Τούρκους το Άγιον Όρος ανακηρύσσεται από τους μοναχούς αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού κράτους, το οποίο με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) ανέλαβε να διαφυλάξει τα πατροπαράδοτα δικαιώματα της μοναστικής Πολιτείας.
Η μοναχική Πολιτεία του Αγίου Όρους διοικείται με βάση τον Καταστατικό Χάρτη, που συντάχθηκε το 1924 και επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ελληνική Βουλή το 1926. Σύμφωνα με τις διατάζεις αυτές η χερσόνησος του Άθω «είναι κατά το αρχαίον τούτου προνομιακόν καθεστώς αυτοδιοίκητον τμήμα του Ελληνικού Κράτους», το έδαφος της οποίος κατανέμεται μεταξύ των είκοσι κυριάρχων μονών, σύμφωνα με τους αυτοκρατορικούς και άλλους τίτλους που το καθένα κατέχει.
Τα είκοσι μοναστήρια είναι τα εξής σύμφωνα με την πατροπαράδοτη ιεραρχική τάξη:
01. Μεγίστη Λαύρα,
02. Βατοπεδίου,
03. Ιβήρων,
04. Χελανδαρίου,
05. Διονυσίου,
06. Κουτλουμουσίου,
07. Παντοκράτορος,
08. Ξηροποτάμου,
09. Ζωγράφου,
10. Δοχειαρίου,
11. Καρακάλλου,
12. Φιλοθέου,
13. Σίμωνος Πέτρα,
14. Αγίου Παύλου,
15. Σταυρονικήτα,
16. Ξενοφώντος,
17. Οσίου Γρηγορίου,
18. Εσφιγμένου,
19. Αγίου Παντελεήμονος,
20. Κωνσταμονίτου.
Η διοίκηση του Αγίου Όρους ασκείται από τους αντιπροσώπους των είκοσι μονών, που αποτελούν την Ιερά Κοινότητα. ΗI. Κοινότητα με επικεφαλής το Πρώτο, εδρεύει στις Καρυές. Στις Καρυές εδρεύει και ο Διοικητής του Αγίου Όρους, ο οποίος εποπτεύει την τήρηση του Καταστατικού Χάρτη και είναι αρμόδιος σε θέματα τάξεως και ασφαλείας.
Κάθε μοναστήρι είναι αυτοδιοίκητο και μπορεί να είναι κοινόβιο ή ιδιόρρυθμο στην οργάνωση του μοναχικού βίου και «βασιλικό» ή «πατριαρχικό-σταυροπηγιακό», ανάλογα με τους ιδρυτικούς και προστατευτικούς του τίτλους. Στα κοινόβια οι μοναχοί έχουν όλα τα αγαθά κοινά και ισόβιο προϊστάμενο και πνευματικό πατέρα τον Ηγούμενο, με συμβούλους του τη γερόντια. Στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια, που διοικούνται από την επιτροπή και τη σύναξη των προϊσταμένων, κάθε μοναχός ρυθμίζει μόνος τις βιοτικές του ανάγκες, ενώ η προσφορά εργασίας αμείβεται από το κοινό ταμείο της μονής. Ο ιδιόρρυθμος μοναχικός βίος, που εμφανίστηκε στο Άγιον Όρος στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σήμερα, με την άνθηση του κοινοβιακού βίου έχει περιορισθεί μόνο σε τέσσερα μοναστήρια, την μονή Βατοπεδίου, Παντοκράτορος, Ιβήρων και Χελανδαρίου.
Οι είκοσι μονές είναι διάσπαρτες στο έδαφος του Αγίου Όρους, κατά μήκος της κορυφογραμμής της μακρόστενης χερσονήσου. Άλλες είναι κτισμένες δίπλα στη θάλασσα, σε έδαφος ομαλό (βλ. μονή Βατοπεδίου, Ξενοφώντος, Δοχειαρίου, Αγίου Παντελεήμονος), άλλες υψώνονται πάνω σε απότομους βρόχους (βλ. μονή Διονυσίου, Οσίου Γρηγορίου, Σταυρονικήτα, Παντοκράτορος), και άλλες βρίσκονται στο δασωμένο εσωτερικό της χερσονήσου, μακριά από την πολύβουη θάλασσα (βλ. μονή Κουτλουμουσίου, Φιλοθέου, Καρακάλλου).
Τα μοναστήρια στο Άγιον Όρος παρουσιάζουν μία ομοιομορφία στη γενική διάταξη των κτιρίων, η οποία έμεινε αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Κι αυτό, γιατί η ίδρυση ενός μοναστηριού δεν έπαψε να υποτάσσεται πάντα στην ίδια αναγκαιότητα, στη δημιουργία δηλ. χώρου που να παρέχει ασφάλεια και να είναι κατάλληλος για κοινό βίο και κοινή λατρεία. Γι' αυτό το λόγο τα μοναστήρια εξαρχής πήραν εξωτερικά τη μορφή ενός οικισμού με φρουριακό χαρακτήρα.
Ένας περίβολος, το σχήμα του οποίου ποικίλλει, καθώς είναι συνάρτηση της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και μεταγενεστέρων επεκτάσεων, περικλείει τα κτίρια της μονής με υψηλά και ισχυρά τείχη. Τα τείχη αυτά έχουν επίπεδες επιφάνειες, που ενισχύονται κατ' αποστάσεις από τετράγωνους πύργους (βλ. μονή Λαύρας, Βατοπεδίου, Δοχειαρίου, Κωνσταμονίτου). Τα κτίρια των μονών παρατάσσονται σε επαφή με την εσωτερική πλευρά του περιβόλου, έχοντας όψη προς τον κεντρικό ναό, που ονομάζεται Καθολικό.
Ο φρουριακός αυτός χαρακτήρας των μονών του Αγίου Όρους συμπληρώνεται με την κατασκευή ενός επιβλητικού πύργου (βλ. μονή Λαύρας, Βατοπεδίου, Σταυρονικήτα, Παντοκράτορος, Χελανδαρίου, Καρακάλλου, Διονυσίου, Δοχειαρίου κ.ά.), που δεσπόζει στο μοναστήρι και χρησίμευε για παρατηρητήριο και τελευταίο καταφύγιο των μοναχών σε δύσκολες ώρες. Σήμερα, καθώς οι κίνδυνοι από εξωτερικό εχθρό έχουν εκλείψει, οι πύργοι σε πολλά μοναστήρια (Βατοπεδίου, Δοχειαρίου κ.ά.) χρησιμεύουν ως χώροι στέγασης της βιβλιοθήκης, όπου φυλάσσονται πολύτιμοι, χειρόγραφοι κώδικες και άλλα κειμήλια.
Το μοναστηριακό συγκρότημα για λόγους ασφαλείας έχει συνήθως μία είσοδο, σε μορφή πυλώνα με διπλές πύλες και ένα ενδιάμεσο χώρο, σκεπασμένο με καμάρα, που λέγεται διαβατικό. Οι πύλες αυτές ασφαλίζονται με γερές ξύλινες πόρτες, ενισχυμένες με σιδερένιες λάμες και χοντρά καρφιά. Περνώντας την είσοδο του μοναστηριού, βρισκόμαστε μπροστά στην αυλή, που ορίζεται από τα κτίρια των Κελιών. Ανάλογα με το μέγεθος κάθε μονής η αυλή είναι πολύ μεγάλη, όπως στη μονή της Λαύρας, του Βατοπεδίου και του Χελανδαρίου ή ελάχιστη, όπως στη μονή Διονυσίου). Οι αυλές είναι πλακοστρωμένες και διακοσμημένες με γλάστρες γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια. Σε μεγάλες αυλές υπάρχουν δένδρα, όπως οι μανόλιες και το κυπαρίσσι στη μονή της Λαύρας, το φυτεμένο σύμφωνα με την παράδοση από τον Άγιο Αθανάσιο, ή τα δύο πελώρια κυπαρίσσια στη μονή Χελανδαρίου, που οδηγούν την ψυχή του επισκέπτη σε ύμνο προς το θεό.
Στο κέντρο της αυλής είναι στημένος, ελεύθερος από άλλα κτίρια, ο κεντρικός ναός, ο Καθολικός ή το Καθολικό, όπως λέγεται, στο οποίο τελείται η κοινή σύναξη και λατρεία. Γύρω από το ναό αυτό οργανώνεται η ζωή των μοναχών και αναπτύσσεται κτιριολογικά κάθε μοναστήρι. Αρχιτεκτονικά το Καθολικό ανήκει στο σύνθετο, σταυροειδή τετρακιόνιο της σχολής της Κωνσταντινουπόλεως με τη διαφορά ότι ο τύπος αυτός δέχεται πολύ νωρίς, για λειτουργικούς λόγους, δύο αψίδες, ανά μία στη νότια και βόρεια πλευρά της κάθετης κεραίας του σταυρού. Έτσι σχηματίζονται δύο ιδιαίτεροι χώροι που ονομάστηκαν χοροί ή χοροστάσια. Οι δύο αυτοί χώροι προστέθηκαν στο Καθολικό της μονής της Λαύρας γύρω στο 1000 μ.Χ. και υιοθετήθηκαν στη συνέχεια απ' όλα σχεδόν τα Καθολικά των μονών του Αγίου Όρους. Ο νέος αυτός αρχιτεκτονικός τύπος - παραλλαγή μάλλον του τετρακιόνιου σταυροειδούς - που ονομάστηκε δικαιολογημένα αγιορείτικος, επηρέασε καθοριστικά την αρχιτεκτονική των καθολικών των μονών και εκτός του Αγίου Όρους.
Η Τράπεζα, ο ιερός χώρος της κοινής εστίασης των μοναχών, είναι το πιο σημαντικό κτίριο του μοναστηριού μετά το Καθολικό. Έχει συνήθως μεγάλες διαστάσεις, για να χωρέσει στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές τον αυξημένο αριθμό προσκυνητών. Στις μονές του Αγίου Όρους η Τράπεζα είναι συνήθως κοντά στο Καθολικό, ελεύθερη στη αυλή (βλ. μονή Λαύρας και Βατοπεδίου) ή ενσωματωμένη στην πλησιέστερη πτέρυγα, κι αυτό γιατί η κοινή εστίαση είναι συνέχεια της θείας λειτουργίας. Η πιο παλιά Τράπεζα στο Άγιον Όρος είναι πιθανότατα η Τράπεζα της μονής της Λαύρας. Το σταυρόσχημα σχήμα της κατόψεως, και τα μαρμάρινα τραπέζια ανήκουν ίσως στην εποχή του Αγίου Αθανασίου, ιδρυτού του μοναστηριού.
Γύρω από το Καθολικό, σε επαφή με τον περίβολο, υψώνονται πολυώροφες οι πτέρυγες (Κόρδες), που στεγάζουν τους χώρους διαμονής των μοναχών, τα Κελιά, και των προσκυνητών, το Αρχονταρίκι, αλλά και άλλες λειτουργίες όπως το Συνοδικό (γραφείο διοικήσεως), τη Βιβλιοθήκη, το Γηροκομείο, το Νοσοκομείο κ.ά. Τα κτίρια αυτά συνοδεύονται από μικρά παρεκκλήσια, ενταγμένα κατάλληλα στους χώρους.
Οι πτέρυγες αυτές ανήκουν σε διάφορες εποχές, που χρονικά κλιμακώνονται στη μακραίωνη ζωή της μοναχικής Πολιτείας. Απ’ αυτές οι περισσότερες ανήκουν στο 18ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία πολλά μοναστήρια κάηκαν και ανακαινίστηκαν. Σε πολλές πτέρυγες ανοίγονται με όψη προς την αυλή επάλληλες ανοικτές στοές, που ονομάζονται ηλιακοί ή έμβολοι. Οι στοές αυτές στηρίζονται πάνω σε υποστυλώματα, ξύλινα ή κτιστά με ευθύγραμμο επιστύλιο, όπως στη μονή της Λαύρας και του Σταυρονικήτα, ή πλίνθινα με τοξωτό επιστύλιο, όπως στη μονή του Παντοκράτορος και στην Κουτλουμουσίου. Οι επάλληλες αυτές στοές, που φαιδρύνουν και ελαφρώνουν το κτίριο, ανήκουν στην παράδοση της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, ο λειτουργικός χαρακτήρας των οποίων παραμένει ο αυτός, η σύνδεση δηλαδή και η επικοινωνία των διαφόρων χώρων ενός κτιριακού συγκροτήματος.
Προς την εξωτερική πλευρά των μοναστηριών (βλ. μονή Ιβήρων, Παντοκράτορος, Δοχειαρίου, Διονυσίου) ανοίγονται επάλληλοι κτιστοί ή ανοιχτοί εξώστες, που εναλλάσσονται, με υπέροχη θέα προς τη θάλασσα ή το δάσος και οι οποίοι έχουν την προέλευσή τους στις προσόψεις των αρχοντικών της Μακεδονίας, σε κλίμακα όμως πολύ μεγαλύτερη. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρόσοψη προς τη θάλασσα της μονής Ιβήρων αγγίζει τα 90μ, ενώ η ίδια πρόσοψη στη μονή Βατοπεδίου ξεπερνάει τα 220 μ. Ωστόσο οι τεράστιες αυτές προσόψεις, παρά το μέγεθος και τον όγκο τους, με την ποικιλία του υλικού, των αρχιτεκτονικών μορφών - που εναλλάσσονται στην επιφάνεια τους - και των χρωμάτων, έχουν γίνει κομψές και ανάλαφρες.
Έξω από το χώρο κάθε μονής (βλ Διονυσίου, Καρακάλλου, Αγίου Παντελεήμονος, Ιβήρων, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, κ.ά.) υπάρχουν πολλά κτίρια διαφόρου προορισμού. Είναι το Κοιμητήριο με τον ναΐσκο του και το οστεοφυλάκιο, οι μυλώνες, τα ελαιοτριβεία, τα εργατόσπιτα κ.ά. Έξω επίσης από τη μονή οι μοναχοί σε κατάλληλα διαμορφωμένο έδαφος καλλιεργούν με ιδιαίτερη φροντίδα τα απαραίτητα λαχανικά για τη δική τους διατροφή και των προσκυνητών.
Στο πλησιέστερο σημείο της θάλασσας από τη μονή βρίσκεται ο Αρσανάς (βλ. μονή Ιβήρων, Δοχειαρίου, Σίμωνος Πέτρα), ένα μικρό συγκρότημα κτιρίων, που εξυπηρετεί τις ανάγκες επικοινωνίας της μονής, αλλά και τη διακίνηση των προϊόντων. Ο καθαυτό αρσανάς είναι ένα κτίριο, επίμηκες ορθογώνιο, με μεγάλο αψιδωτό άνοιγμα προς τη θάλασσα, στο ισόγειο του οποίου φυλάσσονται οι βάρκες της μονής. Ο αρσανάς προστατεύεται συνήθως από ένα πύργο, οι διαστάσεις του οποίου ποικίλλουν από μοναστήρι σε μοναστήρι. Στη μονή Δοχειαρίου είναι μικρός, ενώ στη μονή Ιβήρων Και Λαύρας, πανύψηλος και επιβλητικός.
Γύρω από τα είκοσι μοναστήρια, εξαρτώμενα διοικητικά απ' αυτά, κινούνται πολυποίκιλες ομάδες μοναχών, που είναι οργανωμένες σε οικιστικές ενότητες, τις Σκήτες, ή σε μεμονωμένα σπίτια, τα Κελιά, τις Καλύβες, τα Καθίσματα και τα Ησυχαστήρια.
Οι Σκήτες είναι κοινότητες μοναχών, που έχουν ιδρυθεί στο χώρο ιδιοκτησίας ενός μοναστηριού, ύστερα από άδεια της κυριάρχου μονής, επικυρωμένη με πατριαρχικό σιγίλιο. Οι σκήτες, όπως και τα μοναστήρια, είναι κοινόβιες ή ιδιόρρυθμες. Οι κοινόβιες σκήτες, που είναι τέσσερις, έχουν κτιριακή διάταξη στη μορφή ενός μοναστηριού (βλ. σκήτη Αγίου Ανδρέα). Η διοίκηση εδώ ασκείται από το Δικαίο, που είναι ισόβιος. Οι ιδιόρρυθμες σκήτες, που είναι οκτώ στο Άγιον Όρος, έχουν τη μορφή ενός χωριού με σπίτια, τα οποία οργανώνονται γύρω από ένα κεντρικό ναό, που αποτελεί το κέντρο της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής των μοναχών κάθε Κυριακή. Ο ναός αυτός, που ονομάζεται γι' αυτό το λόγο Κυριακό, στον αρχιτεκτονικό τύπο ακολουθεί τον τύπο των Καθολικών των μονών του Αγίου Όρους, και συνοδεύεται από την τράπεζα, το κωδωνοστάσιο, τη βιβλιοθήκη και το αρχονταρίκι, όπως λέγεται ο χώρος φιλοξενίας των επισκεπτών. Η διοίκηση ασκείται από το Δικαίο, που εκλέγεται για ένα χρόνο από τους Γέροντες. Τα σπίτια της σκήτης οργανώνονται πάντα με βάση ένα παρεκκλήσιο και συνοδεύονται από τους απαραίτητους χώρους διαμονής, εργασίας και φιλοξενίας. Στις καλύβες αυτές ζουν σε οικογένειες τρεις ή περισσότεροι μοναχοί, με επικεφαλής τον Γέροντα, με βάση το εισόδημά τους από το εργόχειρο που ασκούν.
Τα Κελιά είναι μεμονωμένες κατοικίες μοναχών με ενσωματωμένο παρεκκλήσιο. Τα Κελιά είναι κτισμένα στο έδαφος ιδιοκτησίας ενός μοναστηριού, που με δική του πράξη έχει παραχωρήσει ισόβια το δικαίωμα της διαμονής σε ομάδα μοναχών με επικεφαλής το Γέροντα. Οι μοναχοί στα Κελιά ζουν, όπως και στις σκήτες, καλλιεργώντας τη γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως αγιογραφία, ξυλογλυπτική, βιβλιοδετική κ.ά.
Οι Καλύβες έχουν τη μορφή Κελιών, σε μικρότερη κλίμακα. Πολλές καλύβες, όπως στην περιοχή της Καψάλας, κοντά στις Καρυές ή στη Μικρή Αγία Άννα, στα Κατουνάκια και στον Άγιο Βασίλειο, στο νοτιοδυτικό άκρο της αγιορείτικης χερσονήσου, δίνουν την εικόνα ενός οικισμού μοναχών, χωρίς όμως να έχουν κάποια κοινή οργάνωση.
Τα Ησυχαστήρια, το Κύτταρο της μοναχικής ζωής, είναι οι ταπεινότερες οικιστικές μονάδες στο Άγιον Όρος. Έχουν τη μορφή μικρών καλυβών ή πρόκειται για διαρρυθμισμένες σε απόκρημνους βράχους σπηλιές. Τέτοιες οικήσεις μοναχών είναι συγκεντρωμένες σήμερα στα Κατουνάκια, στα Καρούλια και στην Έρημο, στο νοτιότατο δηλαδή, τραχύ και απρόσιτο άκρο της χερσονήσου.
Το διοικητικό κέντρο της μοναχικής Πολιτείας είναι εγκατεστημένο στις Καρυές, που βρίσκεται στο κέντρο της αγιορείτικης χερσονήσου. Οι Καρυές παρουσιάζουν τη μορφή ιδιόρρυθμης σκήτης, της οποίος τα κτίρια και τα Κελιά είναι κτισμένα με κέντρο τον παλιότερο ναό του Αγίου Όρους, το Πρωτάτο (πρώτο μισό 10ου αιώνα), που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στις Καρυές εδρεύουν οι αντιπρόσωποι των είκοσι ιερών μονών, που κατοικούν στα Κονάκια (αντιπροσωπεία), καθώς και οι υπάλληλοι των κρατικών υπηρεσιών, αλλά και έμποροι, που εξυπηρετούν τις βιοτικές ανάγκες της Πολιτείας των μοναχών. Τις ίδιες ανάγκες, αλλά και την επικοινωνία με τον έξω κόσμο εξυπηρετεί και η Δάφνη, το μικρό λιμάνι, που βρίσκεται στο μέσο της νότιας πλευράς της Αθωνικής χερσονήσου.
Το Άγιον Όρος κρατεί φυλαγμένους στις Μονές, στις Σκήτες και στα Κελιά ένα πλήθος θησαυρών, που συνιστούν έκφραση της Ορθοδοξίας, του βυζαντινού και νεότερου Ελληνισμού. Πρόκειται για «μνημεία» της τέχνης της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής, της μικροτεχνίας κ ά που έγιναν ή συγκεντρώθηκαν στο πέρασμα της χιλιόχρονης ιστορίας του και τα οποία σώζονται ως τις μέρες μας, υπηρετώντας τις λατρευτικές και λειτουργικές ανάγκες της κοινότητας των μοναχών. Επίσης στις βιβλιοθήκες των Μονών, των Σκητών και των Κελιών ακόμη διασώζονται πλήθος (πάνω από 12.000) χειρόγραφων κωδίκων, πολλές φορές εικονογραφημένων, θρησκευτικού κατά κανόνα περιεχομένου, που στο σύνολο τους αποτελούν τη μεγαλύτερη συλλογή του είδους στο κόσμο.
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας - Ομότιμος Καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης Α.Π.Θ. Συγγραφέας-τέως Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
ΕΡΕΥΝΑ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ & ΚΕΙΜΕΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:
Βαγγέλης Κατσαρίνης
Ηλεκτρονικός - Κατασκευαστής Ιστοσελίδων Διαδικτύου
© Sunspot Web Design 2008-2023 ®
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
(Mythology - Archaiology)
Tuesday, June 30, 2020
Η ανατολικότερη των τριών χερσονήσων της Χαλκιδικής αναφέρεται από τον Θουκυδίδη, τον Διόδωρο Σικελιώτη, τον Ηρωδιανό και τον Στέφανο Βυζάντιο με τον όρο Ακτή, που παραπέμπει, σύμφωνα με τους δύο τελευταίους, στον αιγιαλό της χερσονήσου. Κατά κύριο όμως λόγο η περιοχή ήταν στην αρχαιότητα γνωστή με το όνομα Άθως, το οποίο, ενώ αρχικά προσδιόριζε τον ορεινό όγκο στο νοτιοανατολικό της άκρο, αποδόθηκε από τους αρχαίους συγγραφείς σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Μάλιστα, το δεύτερο αυτό όνομα θεωρείτο αρχαιότερο, καθώς συνδεόταν με τον μυθικό Γίγαντα Άθω, τον οποίο έθαψε ο θεός Ποσειδώνας κάτω από τεράστιο βράχο, που εκτόξευσε εναντίον του κατά τη Γιγαντομαχία, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί το ομώνυμο όρος. Από την άλλη πλευρά, η προσωνυμία Άγιον Όρος, άρηκτα συνδεδεμένη με το μοναχικό βίο και τον ιδιαίτερο θρησκευτικό χαρακτήρα που απέκτησε η χερσόνησος κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, πρωτοεμφανίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα μ.Χ., για να καθιερωθεί επίσημα στα μέσα περίπου του 11ου αιώνα μ.Χ. και να επικρατήσει μέχρι τις μέρες μας. Σε αντίθεση με την πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων για τη βυζαντινή ιστορία του Αγίου Όρους, το προχριστιανικό παρελθόν της χερσονήσου δεν έχει μελετηθεί συστηματικά από τη μέχρι σήμερα έρευνα, με αποτέλεσμα να παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστο και αινιγματικό.
Μυθικοί κάτοικοι της Ακτής θεωρούνταν κατά την παράδοση οι Γίγαντες, η άμεση σύνδεση των οποίων με την περιοχή, στο πλαίσιο της πάλης του Ποσειδώνα με τον Γίγαντα Άθω κατά τη Γιγαντομαχία, αποτυπώθηκε στην ονομασία της χερσονήσου. Μυθικές επίσης καταβολές εμφανίζει και η παρουσία των Θρακών στη χερσόνησο του Άθω, στην οποία, με βάση τη μαρτυρία του Στράβωνα, βασίλεψε ο μυθικός Θράκας αοιδός Θάμυρις, που αμφισβήτησε την υπεροχή των Μουσών, στον επακόλουθο όμως μουσικό αγώνα τραγουδιού οι Μούσες, αφού τον νίκησαν, τον τύφλωσαν και του στέρησαν για πάντα τη μουσική του ικανότητα.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η πρώιμη κατοίκηση της περιοχής από θρακικά φύλα υποδηλώνεται από το γενικότερο προσδιορισμό της Χαλκιδικής με τον όρο «επί Θράκης» χερσόνησος. Η σημαντικότερη όμως πληροφορία αναφορικά με το θρακικό πληθυσμό της Ακτής παραδίδεται από τον Θουκυδίδη, ο οποίος σημειώνει στον 5ο αιώνα π.Χ. ανάμεικτα έθνη βαρβάρων Βισαλτών, Κρηστωναίων και Ηδωνών, που αποτελούσαν, μαζί με τους Πελασγούς αποίκους, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χερσονήσου. Η άφιξη των Ευβοέων αποίκων επέφερε αλλοιώσεις στην πληθυσμιακή σύνθεση της Χαλκιδικής, που κατοικούνταν μέχρι τότε σε μεγάλο βαθμό από θρακικά φύλα, ενώ η μεταγενέστερη εγκατάσταση Ανδρίων στην ανατολική Χαλκιδική οδήγησε σε εκ νέου αναδιαμόρφωση των πληθυσμιακών δεδομένων της ευρύτερης περιοχής.
Αρχαίες Πόλεις
Στους καταλόγους με τις αρχαίες πόλεις της Ακτής που παραθέτουν ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Στράβωνας απαριθμούνται μέσα στα όρια της χερσονήσου, από τη διώρυγα του Ξέρξη και μέχρι το νοτιοανατολικό της πέρας, οι πόλεις, κατά αλφαβητική σειρά, Ακρόθωον ή Ακρόθωοι, Δίον, Θύσσος ή Θυσσός, Κλεωναί και Ολόφυξος ή Ολόφυξις. Ταυτόχρονα, η πόλη Σάνη στον Ακάνθιο ισθμό διαχωρίζεται με σαφήνεια από τις υπόλοιπες και τοποθετείται, με βάση τις χαρακτηριστικές περιγραφές των δύο πρώτων αρχαίων συγγραφέων, δυτικά της διώρυγας του Ξέρξη προς την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου και συνεπώς στο «ηπειρωτικό» τμήμα της χερσονήσου του Άθω. Τον ίδιο ακριβώς αριθμό πόλεων, που δηλώνεται με σαφήνεια μόνο από το Στράβωνα, παραδίδει για την Ακτή ο Διόδωρος Σικελιώτης, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ονομαστικά σε κάθε μια από αυτές. Μεμονωμένα επίσης σημειώνουν ο Πομπόνιος Μέλα και οι συγγραφείς Ηρωδιανός και Στέφανος Βυζάντιος δύο και τρεις αντίστοιχα από τις προαναφερθείσες πέντε πόλεις. Από την άλλη πλευρά, ο κατάλογος του Ψευδοσκύλακα προσθέτει στις προηγούμενες την πόλη Χαραδρούς, ενώ αυτός του Πλινίου περιλαμβάνει, μαζί με τέσσερις από τις παραπάνω, πλην του Δίου, τρεις ακόμη πόλεις στη χερσόνησο, Ουρανόπολιν, Παλαιώριον, Απολλωνία. Αντίθετα, στον κατάλογο του Κλαυδίου Πτολεμαίου απαντούν τρεις μόνο συνολικά πόλεις στην Ακτή, Πάνορμος, Άθως, Στρατονίκη, με τη δεύτερη να καταγράφεται στα αποσπάσματα του Ηρωδιανού και του Στεφάνου Βυζαντίου, μαρτυρία τέλος των οποίων κάνει λόγο και για πόλη ή τοπωνύμιο με το όνομα Χαλκίς.
Από το σύνολο των αρχαίων οικισμών που αποδίδονται στην Ακτή τα ονόματα των πέντε πρώτων, παρά τις αποκλίσεις τριών ως προς το γραμματικό τους τύπο, εμφανίζονται στην πλειοψηφία των καταλόγων με τις πόλεις της χερσονήσου που παραδίδουν οι συγγραφείς Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Στράβωνας, Ψευδοσκύλακας και Πλίνιος, πλην του Πτολεμαίου, ενώ παράλληλα με τις πόλεις αυτές σχετίζεται το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων πληροφοριών που διασώζουν οι γραμματειακές πηγές για τη χερσόνησο του Άθω. Κατά κύριο όμως λόγο την ύπαρξη των πόλεων αυτών πιστοποιούν, εκτός από φιλολογικές, σημαντικές επιγραφικές μαρτυρίες, όπως οι σωζόμενοι φορολογικοί κατάλογοι της Αθηναϊκής Συμμαχίας και το γνωστό επιγραφικό υλικό της χερσονήσου, καθώς επίσης και νομισματικά δεδομένα.
Ο ακριβής αριθμός των αρχαίων πόλεων της χερσονήσου του Άθω δεν έχει ακόμη διασαφηνιστεί με βεβαιότητα και ομοφωνία από την έρευνα. Μια μερίδα μελετητών αποδέχεται την ύπαρξη των πόλεων Ακρόθωοι, Δίον, Θυσσός, Κλεωναί και Ολόφυξος, θεωρώντας ταυτόχρονα ως περισσότερο πιθανές από τις υπόλοιπες τις πόλεις Χαραδρούς και Παλαιώριον. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι ερευνητές προσθέτουν στις παραπάνω τις πόλεις Άθως, Απολλωνία, Πάνορμος, Στρατονίκη, Χαλκίς, αλλά και τις εκτός χερσονήσου πόλεις του Ακάνθιου ισθμού, Σάνη και Ουρανόπολη. Στην Ακτή τέλος αποδόθηκαν μερικές ακόμη πόλεις, γεγονός όμως που οφείλεται ξεκάθαρα σε αβάσιμες υποθέσεις ή παρερμηνεία των γραμματειακών πηγών. Την οικιστική και χωροταξική εικόνα της χερσονήσου του Άθω αναμένεται να επηρέασε σε μεγάλο βαθμό η ίδρυση της Ουρανοπόλεως το 315 π.Χ. στη θέση της Σάνης στον Ακάνθιο ισθμό, η οποία πιθανότατα πραγματοποιήθηκε με τη συνηθισμένη την περίοδο αυτή πρακτική του συνοικισμού, απορροφώντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ακτής. Στους ιστορικούς χρόνους η Ακτή εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο την περίοδο των Περσικών πολέμων, όταν κατά την εκστρατεία του Ξέρξη οι κάτοικοι των πόλεων της χερσονήσου στρατολογήθηκαν προκειμένου να συμπληρώσουν ως εργατικό δυναμικό τα περσικά στρατεύματα στην κατασκευή της βασιλικής διώρυγας. Απόλυτη απουσία δεδομένων παρατηρείται αναφορικά με τους χρόνους της όψιμης αρχαιότητας στη χερσόνησο του Άθω.
Η μετάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή δεν φαίνεται να πιστοποιείται με βεβαιότητα τουλάχιστον κατά τους τρεις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και το σωζόμενο επιγραφικό υλικό ανάγει την παρουσία ειδωλολατρών στην Ακτή μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις ασαφείς και συχνά αντιφατικές αγιορείτικες παραδόσεις αναφορικά με το πρωτοχριστιανικό παρελθόν της χερσονήσου. Από την άλλη πλευρά, οι αρχαίες πόλεις της Ακτής θεωρείται ότι εγκαταλείφτηκαν κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, εξαιτίας των σημαντικών καταστροφών που προκάλεσαν στην περιοχή οι επιδρομές Γοτθικών, Ουννικών και άλλων βαρβαρικών στιφών από τον 3ο μέχρι και τον 6ο αιώνα μ.Χ., ενώ στην εικόνα της οριστικής ερήμωσης, που φέρονται να αντίκρυσαν κατά την άφιξή τους οι πρώτοι αναχωρητές του Αγίου Όρους, εκτιμάται ότι συνετέλεσαν οι λεηλασίες Σαρακηνών πειρατών στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ.. Μολονότι δεν αποκλείεται κάποιοι ερημίτες να είχαν εγκατασταθεί στη χερσόνησο του Άθω και νωρίτερα, η παρουσία μεμονωμένων ασκητών και η πρώτη γραπτή μνεία αγιορειτών μοναχών ανάγεται σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες στον 9ο αιώνα μ.Χ., με τη συγκρότηση των πρώτων ασύνδετων μοναστικών ενδιαιτημάτων τους να τοποθετείται βάσει βυζαντινών χειρόγραφων μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα.
Λατρευόμενες Θεότητες
Η μοναδική πληροφορία των γραμματειακών πηγών στις λατρευόμενες θεότητες της Ακτής αφορά στη λατρεία του Διός Αθώου. Πιθανότατα σχετίζεται με τη διαχρονική χρήση του όρους Άθως για την πρόγνωση μετεωρολογικών φαινομένων, στο πλαίσιο της συνηθισμένης κατά την αρχαιότητα αφιέρωσης υψηλών κορυφών στην κατεξοχήν θεότητα ελέγχου των καιρικών σημείων, με το συνοδευτικό επιθετικό προσδιορισμό να προκύπτει από το όνομα του εκάστοτε όρους, πάνω στο οποίο λατρευόταν ο Δίας. Αξιοσημείωτη είναι η γειτονία ιερών Κορυφαίου Διός στην κορυφή «Άγιος Αντώνιος» του Ολύμπου και στην απέναντι του Άθω κορυφή του Ιτάμου στη γειτονική Σιθωνία. Στη χιονισμένη για εκτεταμένα χρονικά διαστήματα του έτους κορυφή του όρους Άθως αναφέρεται από το Μέλα η ύπαρξη αρχαίων βωμών, οι στάχτες των οποίων δεν ξεπλένονταν ποτέ από τη βροχή, με τα υπολείμματα των θυσιών ενός ολόκληρου έτους να εξακολουθούν να παραμένουν στην ίδια θέση και την επόμενη χρονιά, εξαιτίας του φαινομένου της άπνοιας, που απαντά κατά τον Αριστοτέλη στα πολύ υψηλά όρη. Εκτός όμως από τους βωμούς, που πιστοποιούν την τέλεση λατρείας, ο Ησύχιος κάνει λόγο για ανδριάντα του Δία, πιθανότατα το λατρευτικό άγαλμα του θεού, στην κορυφή του όρους, θραύσματα του οποίου φέρονται κατά την αγιορείτικη παράδοση να εντοπίζονται σε χαράδρα κάτω από την κορυφή, στις βόρειες υπώρειες του όρους. Στη λατρεία του Αθώου Διός παραπέμπει πιθανότατα ο όρθιος αετός, που εικονίζεται στον οπισθότυπο των χάλκινων νομισμάτων της Ολοφύξου. Επίσης, το Δίον της Ακτής φέρεται να έλαβε το όνομά του από υποτιθέμενο ναό του θεού, που υπήρχε στην πόλη. Η λατρεία του Διός Αθώου εκτιμάται ότι υπήρξε τοπική και περιορισμένη στην Ακτή, καθώς δεν απαντά σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας.
Τα Συγκροτήματα Αρσανάδων
Των Μοναστηριών
Tuesday, June 30, 2020
Οι αρσανάδες των μονών του Αγίου Όρους είναι τα καραβοστάσια - ξυλοναυπηγεία των μοναστηριών και βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Τα κτίσματα αυτά χρησίμευαν για το κτίσιμο των πλοίων, για την φύλαξη και την στέγαση τους κατά τους χειμερινούς μήνες. Κάθε μοναστήρι διέθετε από έναν μεγάλο αρσανά. Στις περιπτώσεις των μεγάλων μοναστηριών, ο κυρίως αρσανάς πλαισιώνονταν και από άλλους μικρότερους, οι οποίοι υποβοηθούσαν την λειτουργία του μεγάλου αρσανά. Αφ' ενός λόγω των δραστηριοτήτων, που λάμβαναν χώρα σε αυτούς, και αφ' ετέρου λόγω του γεγονότος ότι αποτελούσαν το πρώτο εμπόδιο στις περιπτώσεις των ληστρικών επιδρομών, απέκτησαν σύντομα ιδιαίτερη σημασία και η κατασκευή τους προηγήθηκε των άλλων εξωμοναστηριακών κτισμάτων στις ακτές.
Η ύπαρξη αρσανάδων στο Άγιο Όρος χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια εμφάνισης του οργανωμένου μοναχισμού. Από τον βίο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη πληροφορούμαστε ότι ο ερημίτης μοναχός, στα μέσα του 10ου αιώνα, πέρα από τα μεγάλα οικοδομικά έργα, εκχερσώνει και καλλιεργεί γαίες μέσα στο Άγιο Όρος, αξιοποιεί περιουσίες εγκαταλειμμένων μοναστηριών, κατασκευάζει σύστημα ύδρευσης, κατασκευάζει ή αγοράζει πλοία, κατασκευάζει λιμάνια, αποθήκες για τα εμπορεύματα και οίκημα για την παραμονή των ναυτών. Στον δεύτερο βίο του Οσίου γίνεται αναφορά στην κατασκευή οικήματος ως κατάλυμα μέχρι το απόπλου ή μετά το κατάπλου καθώς και αποθήκης. Στο Α΄ Τυπικό, κείμενο του 972, γίνεται λόγος για κατασκευή λιμανιών. Ο όρος καραβοστάσιο εμφανίζεται για πρώτη φορά σε χειρόγραφο δωρεάς του 1012 και αναφέρεται σε κτίσμα στην περιοχή Μαγουλά του Αγίου Όρους. Ακολουθούν χειρόγραφα του 1024 και 1048. Συχνά αποκαλούνται και οψαράτικια, ψαροστάσια καθώς και στασίδια αλιευτικά. Από τα κείμενα αυτά, μπορεί να πιθανολογηθεί ότι τα πρώτα μοναστηριακά καραβοστάσια ήταν ισόγεια κτίσματα, μικρών διαστάσεων. Τα καραβοστάσια αυτά στέγαζαν τα καράβια των μοναστηριών.
Ο όρος αρσανάς πρωτοεμφανίζεται το πρώτο μισό του 16ου αιώνα και γενικεύεται στο Άγιο Όρος τα μεταβυζαντινά χρόνια. Ο όρος αρσανάς φαίνεται ότι καθιερώθηκε στην Αθωνική χερσόνησο μετά την επικράτηση των Ενετών στον θαλάσσιο χώρο του Βυζαντίου. Η λέξη αρσανάς είναι νέος όρος και ανήκει σε εκείνες τις νέες λέξεις, που πλουτίζουν το μοναστικό λεξιλόγιο. Σε σχέδιο του Ρώσου μοναχού V. Barskij των μέσων του 18ου αιώνα, το καραβοστάσιο αναφέρεται ως αρσενάς.
Γλωσσάρι όρων
(Αλφαβητικά)
Tuesday, June 30, 2020
Αρσανάρης: Διακονητής μοναχός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την λειτουργία του αρσανά.
Αρχονταρίκι: Χώρος υποδοχής των προσκυνητών σε μια μονή.
Βακούφι: Κτήμα γης, το οποίο έχει αφιερωθεί από τον ιδιοκτήτη του σε μοναστήρι.
Διακόνημα: Η υπεύθυνα ασκούμενη υπηρεσία του μοναχού στη μονή. Το διακόνημα παρέχεται με βάση τον εσωτερικό κανονισμό κάθε μονής.
Διαμονητήριο: Έγγραφο, με το οποίο δίνεται άδεια στον προσκυνητή του Αγίου Όρους να επισκεφτεί τις μονές της αθωνικής χερσονήσου.
Ιδιόρρυθμο σύστημα: Σύστημα λειτουργίας και διοίκησης μιας μονής, κατά το οποίο ο κάθε μοναχός είναι δυνατόν να αποκτήσει δική του περιουσία. Το σύστημα αυτό εμφανίστηκε στα χρόνια παρακμής του μοναχικού βίου.
Κάθισμα, μονύδριο, ησυχαστήριο, καλύβα: Μοναστικά ιδρύματα, τα οποία αποτελούν εξαρτήματα των μονών.
Καθολικό: Ναός δομημένος στο κέντρο του μοναστηριού, όπου συνάζεται η αδελφότητα για τις τελετές και τις κοινές προσευχές.
Κοινοβιακό σύστημα: Σύστημα λειτουργίας και διοίκησης μιας μονής, κατά το οποίο είναι όλα κοινά.
Λιτή: Εσωνάρθηκας.
Μετόχι: Κτήμα της μονής, το οποίο βρίσκεται μακριά από τα όρια της.
Μόδι: Μονάδα μέτρησης χωρητικότητας πλοίου κατά την βυζαντινή περίοδο.
Σκήτη: Σύνολο καλυβών με εσωτερική διοίκηση, υπαγομένων σε κοινή κυρίαρχο μονή ως εξαρτήμα.
Τιμάριο: Κτήμα γης, το οποίο έχει παραχωρηθεί από τον σουλτάνο σε κάποιον υπήκοο του, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του.
Χορός: Κόγχες δεξιά και αριστερά του κυρίως ναού του καθολικού, τα στασίδια των οποίων είναι για τους ψάλτες.
Επίσκεψη και Διαμονητήριο
(Χρήσιμες Πληροφορίες)
Tuesday, June 30, 2020
Για να επισκεφθεί κάποιος το Άγιον Όρος, χρειάζεται να έρθει σε επικοινωνία με το γραφείο προσκυνητών, για να προγραμματίσει την ακριβή ημέρα εισόδου του σ’ αυτό, ώστε να εκδοθεί το απαραίτητο διαμονητήριο.
Τα στοιχεία που ζητούνται από το αρμόδιο γραφείο είναι τα εξής: ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, έτος γεννήσεως, αριθμός ταυτότητας ή διαβατηρίου, ημερομηνία έκδοσης και εκδούσα αρχή.
Ο υπεύθυνος του γραφείου προσκυνητών στην Θεσσαλονίκη θα σας κατατοπίσει επακριβώς για όλες τις λεπτομέρειες για την για την είσοδο σας στο Άγιον Όρος από την Ουρανούπολη ή την Ιερισσό Χαλκιδικής.
Η παραλαβή του Διαμονητήριου γίνεται από το γραφείο προσκυνητών στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής την ημέρα της αναχώρησης με την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου.
Το ωράριο λειτουργίας στην Ουρανούπολη είναι από Δευτέρα έως Παρασκευή από 05:30 - 13:00, το Σάββατο από 06:30 - 13:00 και την Κυριακή από 08:00 - 13:00. Καλό θα είναι οι επισκέπτες να βρίσκονται εκεί τουλάχιστον 1 ώρα πριν την αναχώρηση τους.
Aν θέλετε να βρείτε το μέρος που επιθυμείτε για την επίσκεψη σας στο Άγιον Όρος καλό θα είναι να κλείσετε έγκαιρα την άδεια εισόδου, μέχρι και δύο μήνες νωρίτερα γιατί ο αριθμός των προσκυνητών είναι περιορισμένος κάθε μέρα. Οι αλλοδαποί, αλλόδοξοι και ομόδοξοι έχουν την δυνατότητα να κάνουν κράτηση έξι μήνες πριν, με την αποστολή φωτοτυπίας του διαβατηρίου τους ή αιτήματος στο mail athosreservation@gmail.com.
Η ισχύς των διαμονητηρίων είναι τεσσάρων ημερών (τρεις διανυκτερεύσεις).
Τέλος για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών στις θαλάσσιες συγκοινωνίες η προκράτηση είναι απαραίτητη. Η συγκοινωνία εξυπηρετεί τόσο τις παραθαλάσσιες, όσο και τις πιο απομακρυσμένες Μονές. Ωστόσο υπάρχουν και πολλά μονοπάτια που μπορούν οι περιπατητές να ακολουθήσουν. Οι βιντεολήψεις απαγορεύονται, η φωτογράφηση επιτρέπεται αλλά όχι μέσα στις Μονές. Η χρήση ποδηλάτου επίσης απαγορεύεται.
Θαλάσσιες συγκοινωνίες:
● Αγιορειτικές Γραμμές: 23770 21041, 23770 71149
● Μικροάθως: 23770 71400
● Πλοίο «Αγία Άννα»: 6974 819885
● Ταχύπλοο «Μικρά Αγία Άννα»: 6995 105105
Το κόστος αυτή τη στιγμή για την έκδοση του διαμονητηρίου (μόνο σε άρρενες) είναι:
★ 25 € για Χριστιανούς Ορθόδοξους.
★ 30 € για τους Ετερόδοξους - Αλλόθρησκους.
★ 10 € για ειδικές ομάδες προσκυνητών (μαθητές, φοιτητές, στρατιώτες, ανάπηροι). Κάθε ομάδα δεν θα πρέπει να ξεπερνά τον αριθμό των πέντε ατόμων και αυτό για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ίδιων των προσκυνητών, στις μετακινήσεις και στην φιλοξενία τους.
★ Δωρεάν για τους πολύτεκνους.
ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ - ΑΘΩ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ
ΕΓΝΑΤΙΑ 109
54635 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ: 2310-252575
Τηλέφωνο γραφείου προσκυνητών Ουρανούπολης: 23770 71421.
Φωτογραφίες Μονής Καρακάλλου
(Photo Gallery of Karakallou Monastery)
ΧΑΡΤΕΣ
Αγίου Όρους & Αρσανάδων
Φωτογραφίες Ουρανούπολης
(Photo Gallery of Ouranoupoli)
Φωτογραφίες Μονής Ζυγού
(Photo Gallery of Zygos Monastery)
Φωτογραφίες Νέας Θηβαΐδος
(Photo Gallery of Nea Thivaida)
Φωτογραφίες Αρσανά Μονής Ζωγράφου
(Photo Gallery of Arsanas Zografou Monastery)
Φωτογραφίες Αρσανά Μονής Κωνσταμονίτου
(Photo Gallery of Arsanas Zografou Konstamonitou)
Φωτογραφίες Αρσανά Μονής Κωνσταμονίτου
(Photo Gallery of Arsanas Konstamonitou Monastery)
Φωτογραφίες Μονής Δοχειαρίου
(Photo Gallery of Dochiariou Monastery)
Φωτογραφίες Μονής Χενοφώντος
(Photo Gallery of Xenofontos Monastery)
Φωτογραφίες Μονής Αγίου Παντελεήμονος
(Photo Gallery of Agiou Panteleimonos Monastery)
Φωτογραφίες Μονής Ξηροποτάμου
(Photo Gallery of Xiropotamou Monastery)
Φωτογραφίες Δάφνης
(Photo Gallery of Dafni)
Παλιές Φωτογραφίες Δάφνης
(Old Photo Gallery of Dafni)
Δάφνη, Η Είσοδος Του Αγίου Όρους
(Dafni, The entrance of Agio Oros)
Tuesday, June 30, 2020
Η Δάφνη αποτελεί το επίνειο των Καρυών. Στην αρχαιότητα υπήρξε ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα. Περί το 1044 υπήρχε εκεί η Μονή Δοχειαρίου η οποία ερημώθηκε από πειρατικές επιδρομές, οπότε και μεταφέρθηκε στην σημερινή θέση. Σε όλη την ιστορική διαδρομή του Αγίου Όρους μέχρι σήμερα υπήρξε βασικό σημείο αναφοράς στις μετακινήσεις προσκυνητών και μοναχών. Από τη Δάφνη ξεκινά το μοναδικό λεωφορείο του Αγίου Όρους για την διαδρομή προς Καρυές και για τον όρμο της Ιβήρων. Το μικρό οικισμό της απαρτίζουν κτίρια δημόσιου χαρακτήρα για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών όπως λιμεναρχείο, τελωνείο, ταχυδρομείο, αστυνομία και άλλα όπως εστιατόριο, ξενοδοχείο, παντοπωλεία στα οποία πωλούνται εκκλησιαστικά είδη και ενθύμια του Αγίου Όρους καθώς αποθήκες και εργατόσπιτα. Τα κτίρια της Δάφνης είναι τα περισσότερα του 19ου αιώνα, την περίοδο κατά την οποία υπήρξε μεγάλη κίνηση πλοίων κυρίως από την Ρωσία. Πρόσφατα λόγω των αυξημένων αναγκών έγινε διαπλάτυνση της παλαιάς και δημιουργία δεύτερης προβλήτας. Το μεγαλύτερο τμήμα της ανήκει στη εδαφική έκταση της Ξηροποτάμου και το νοτιότερο στην Σίμωνος Πέτρας. Σύνορο των μονών είναι ένα φυσικό κανάλι όπου κατέληγαν οι ορεινοί χείμαρροι. Οι όμορφες καταπράσινες πλαγιές που αρχίζουν απο τον όρμο της, σε συνδυασμό με τα χρώματα της θάλασσας δημιουργούν ένα ιδιαίτερα γαλήνιο τοπίο, που διαταράσσεται μόνο κατά την διάρκεια της αποβίβασης προσκυνητών και εμπορευμάτων.
Φωτογραφίες Καρυών
(Photo Gallery of Karies)
Παλιές Φωτογραφίες Καρυών
(Old Photo Gallery of Karies)
Καρυές, Η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους
(Karies, The capital of Agio Oros)
Tuesday, June 30, 2020
Στο μέσο περίπου της Αθωνικής Χερσονήσου και στη βόρεια πλευρά της βρίσκονται οι Καρυές, που αποτελούν την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Ο οικισμός αυτός κατέχει μια περιοχή 2000 στρεμάτων, σε υψόμετρο από 300 - 400 μ. και βρίσκεται κτισμένος μέσα σε περιβάλλον έντονης βλάστησης. Σ' όλη την ιστορία της η πρωτεύουσα εθεωρείτο και μονή και σκήτη και λαύρα, χωρίς ν' ανήκει κατ' ακρίβεια σε καμιά από τις παραπάνω κατηγορίες μοναστικών κοινωνιών. Έτσι στις πηγές αναφέρεται ως: «βασιλική μονή Υπεραγίας Θεοτόκου των Καρυών» (1683), «κελλική μονή του Πρωτάτου εν Άθω» (1729), «σκήτη των Καρυών» (1394), «λαύρα των Καρέων» (1037, 1362), «μεγίστη και σεβασμία των Καρυών λαύρα η έχουσα την και των άλλων πασών την δεσποτείαν» (1317).
Η ίδρυση των Καρυών (9ος αιώνας) συμπίπτει με την διάλυση της Καθέδρας των Γερόντων, οπότε αναγκάστηκε ο Πρώτος να μεταφέρει την έδρα του από το ύψωμα του Ζυγού στο κέντρο της χερσονήσου σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Μέση. Εκεί ίδρυσε νέα λαύρα, που πήρε κατόπιν την ονομασία Καρυές, και σιγά σιγά απέκτησε πολλά δικαιώματα, αφού αναγνωρίστηκε η εξουσία και το προβάδισμά της από όλα τα μοναστήρια και τις λαύρες του Όρους για πολύ χρόνο. Η οργάνωση των Καρυών, σύμφωνα με την πολεοδομική τους διάταξη, παρουσιάζει περίπου εικόνα ιδιόρρυθμης σκήτης. Ηγούμενος της λαύρας των Καρυών είναι ο Πρώτος, αντίστοιχο του δικαίου της αρχαίας αιγυπτιακής Σκήτεως. Ο Πρώτος είναι ο πρόεδρος:
της «καθέδρας των γερόντων», κατά τα πρώιμα χρόνια της αγιορειτικής πολιτείας, της Συνάξεως και της Μέσης, κατά την μεγάλη βυζαντινή περίοδο, της Μεγάλης Μέσης, κατά την τουρκοκρατία και της Ιεράς Κοινότητος, κατά τα τελευταία χρόνια.
Σημείο αναφοράς ο ναός του Πρωτάτου, 10ου αιώνα, με την εικόνα του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου, τον Πύργο του, το κτίριο της Ιεράς Κοινότητας, δέκα εννέα κονάκια (αντιπροσωπεία) μοναστηριών εκτός της κοντινής στις Καρυές μονής Κουτλουμουσίου. Επίσης υπάρχουν εδώ το κτίριο της Διοίκησης του Αγίου Όρους που υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών (έδρα του αντιπροσώπου της πολιτείας, του καϊμακάμη κατά την τουρκοκρατία και του Πολιτικού Διοικητού από το 1926), της Αστυνομικής διοίκησης, με 7 αστυνομικά παραρτήματα σ' όλη τη χερσόνησο, Κέντρο Υγείας, ΕΛ.ΤΑ, και Ο.Τ.Ε., ραφείο, βιβλιοπωλεία, παντοπωλεία, διάφορα καταστήματα και εργαστήρια. Στις Καρυές και στην ευρύτερή της περιοχή υπάρχουν περισσότερα από πενήντα Κελλιά, πολλά από τα οποία έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία όπως του Ραβδούχου, πρώην μονύδριο του 10ου αιώνα και του Φουρνά. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λόγω συνθηκών, μεταβιβάστηκαν οι περισσότερες εκτάσεις και εξαρτήματα της Λαύρας των Καρυών και του Πρώτου, σε μονές του Αγίου Όρους. Σήμερα συνέχεια των τότε θεσμών, είναι η Ιερά Κοινότητα και η Ιερά Επιστασία με επικεφαλής τον Πρωτοεπιστάτη. Οι μοναχοί που την απαρτίζουν την Ιερά Κοινότητα - αντιπρόσωποι των είκοσι Ιερών Μονών - διαμένουν στις Καρυές.
Οπωσδήποτε, το σημαντικότερο κτίσμα μέσα στις Καρυές είναι ο ναός του Πρωτάτου (τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου), που είναι και ο αρχαιότερος του Αγίου Όρους. Ο ρυθμός του ναού είναι βασιλική τρίκλητος άνευ τρούλλου με μεταγενέστερη προσθήκη εγκάρσιου κλίτους. Η αρχιτεκτονική του ιστορία εκτείνεται από τον 10ο αιώνα έως και τα μέσα του 20ου, που έλαβε χώρα η τελευταία ανακαίνισή του. Πρόσωπα σαν το μάγιστρο Λέοντα, αδελφό του Νικηφόρου Φωκά, και τον Ιωάννη Ίβηρα ευεργέτησαν και κόσμησαν με πολλά κειμήλια το Πρωτάτο. Ο ναός του Πρωτάτου,μετά από την πυρκαγιά του 1290 αγιογραφήθηκε από τον πρωτομάστορα της Μακεδονικής σχολής Μανουήλ Πανσέληνο στις αρχές του 14ου αιώνα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας έγιναν κάποια συμπληρωματικά έργα. Το 1781 ανεγέρθηκε το κωδονοστάσιο πάνω σε παλαιότερα θεμέλια. Με την πάροδο των χρόνων το κτίσμα άρχισε να εμφανίζει επικίνδυνες φθορές που υποχρέωναν την ανακαίνισή του. Το έργο αυτό ξεκίνησε το 1955, γεγονός που διέσωσε τις περίφημες τοιχογραφίες του ναού, αλλά δημιούργησε και κάποια προβλήματα. Γνωστά στον Ορθόδοξο χώρο κειμήλια που κοσμούν το Πρωτάτο είναι η εικόνα της Θεοτόκου «Άξιον Εστίν» και του Χριστού «Αντιφωνητού».
Ο πολυώροφος Πύργος του Πρωτάτου βρίσκεται στο κέντρο της Αθωνικής πρωτεύουσας, των Καρυών, κολλητά στο κτίριο όπου συνεδριάζει η Ιερά Κοινότητα και σε απόσταση μερικών μέτρων από το «Πρωτάτο», δηλαδή το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από την πρώτη ακόμα περίοδο λειτουργίας της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους, στις Καρυές ήταν εγκατεστημένος ο «Πρώτος», δηλαδή ο διοικητικός επικεφαλής της μοναχικής κοινότητας. Εξ ού και η ονομασία «Πρωτάτο». Ο πύργος ανακατασκευάστηκε το 1694 πιθανότατα μετά από χορηγία των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, όπως πολλοί άλλοι πύργοι τον 16ο και 17ο αιώνα στο Άγιο Όρος. Ανακαινίστηκε ξανά το 1890, προφανώς λόγω των ζημιών στην πυρκαγιά του 1884. Σήμερα στον πύργο στεγάζεται η βιβλιοθήκη του Πρωτάτου με κειμήλια και έγγραφα μεγάλης αξίας, μεταξύ των οποίων τα «Τυπικά» του 972 και του 1045, θεωρημένα με τις υπογραφές των αυτοκρατόρων Ιωάννου Τσιμισκή και Κωνσταντίνου Μονομάχου, αντιστοίχως. Το πρώτο Τυπικό με την υπογραφή του Τσιμισκή ονομάζεται «Τράγος» επειδή ήταν γραμμένο σε δέρμα προβάτου.
Κάτοικοι 233 (απογραφή 2001), 216 (1991), 235 (1981), 301(1971), 429 (1961).
Φωτογραφίες Μονής Φιλοθέου
(Photo Gallery of Filotheou Monastery)